μάλια
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική maglia
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάλια θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) αλυσιδωτός θώρακας, πανοπλία
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 150, στ. 10 (9-10) @georgakas.lit.auth.gr
- Ἡ δόξα ἐκεῖ ποῦ δὲν πρέπει εἶναι μεγάλη φάλλια,
σὰν ἕναν ποὺ δὲν δύνεται νὰ τοῦ φορέσουν μάλια.- Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
- Ἡ δόξα ἐκεῖ ποῦ δὲν πρέπει εἶναι μεγάλη φάλλια,
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 150, στ. 10 (9-10) @georgakas.lit.auth.gr
Πηγές
επεξεργασία- σελ.307, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- μάλια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)