Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λωφάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λωφάζω
<
αρχαία ελληνική
λωφάω
/
λωφῶ
(
αναπαύομαι
,
ησυχάζω
) +
-άζω
Ρήμα
επεξεργασία
λωφάζω
λουφάζω