Ετυμολογία

επεξεργασία
λυκαβαντίδες ὧραι (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις λυκαβαντίδες, λυκάβας, ὧραι και ὥρα

  Έκφραση

επεξεργασία

λυκαβαντίδες ὧραι (ελληνιστική κοινή)

  • οι ώρες που αποτελούν το έτος
    ※  1ος πκε αιώνας Φιλόδημος ο Επικούρειος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 13 Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, Φιλοδήμου
    Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, ἀλλ’ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων
    κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
    καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ’ ἀμβροσίην, ἔτι πειθῶ πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
    ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ’ ἐρασταί, δεῦρ’, ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
    Η Χαριτώ χρόνων εξήντα πλήρεις κύκλους τώρα κλείνει και τα σγουρά μαύρα μαλλιά της όπως πριν κρατιούνται·
    σαν αλαβάστρινα χωνάκια ολόστητα τα δυο της στήθια ακόμα δεν χρειάζονται στηθόδεσμου βοήθεια·
    κι απ᾽ το αρυτίδωτό της δέρμα η αμβροσία κι η σαγήνη στάζουν ακόμα, στάζουν και χαρίτων μυριάδες.
    Όσοι εραστές μπροστά σε φλογισμένους πόθους δεν πτοούνται ας σπεύσουν, λησμονώντας των ετών της τις δεκάδες.
    Μετάφραση: Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης, @greek-language.gr