λυγερόκορμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλυγερόκορμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λυγερόκορμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λυγερόκορμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λυγερόκορμος