Ετυμολογία

επεξεργασία
λοῦδρος < (άμεσο δάνειο) βενετική ludro

  Επίθετο

επεξεργασία

λοῦδρος (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. κατεργάρης, πονηρός
  2. πρόσχαρος, καλοσυνάτος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία