Δείτε επίσης: λουσού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λούσου

  1. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λούζομαι

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λούσου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του λούσο