λοξοκοιτάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλοξοκοιτάζω, πρτ.: λοξοκοίταζα, στ.μέλλ.: θα λοξοκοιτάξω, αόρ.: λοξοκοίταξα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λοξοκοιτάζω | λοξοκοίταζα | θα λοξοκοιτάζω | να λοξοκοιτάζω | λοξοκοιτάζοντας | |
β' ενικ. | λοξοκοιτάζεις | λοξοκοίταζες | θα λοξοκοιτάζεις | να λοξοκοιτάζεις | λοξοκοίταζε | |
γ' ενικ. | λοξοκοιτάζει | λοξοκοίταζε | θα λοξοκοιτάζει | να λοξοκοιτάζει | ||
α' πληθ. | λοξοκοιτάζουμε | λοξοκοιτάζαμε | θα λοξοκοιτάζουμε | να λοξοκοιτάζουμε | ||
β' πληθ. | λοξοκοιτάζετε | λοξοκοιτάζατε | θα λοξοκοιτάζετε | να λοξοκοιτάζετε | λοξοκοιτάζετε | |
γ' πληθ. | λοξοκοιτάζουν(ε) | λοξοκοίταζαν λοξοκοιτάζαν(ε) |
θα λοξοκοιτάζουν(ε) | να λοξοκοιτάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λοξοκοίταξα | θα λοξοκοιτάξω | να λοξοκοιτάξω | λοξοκοιτάξει | ||
β' ενικ. | λοξοκοίταξες | θα λοξοκοιτάξεις | να λοξοκοιτάξεις | λοξοκοίταξε | ||
γ' ενικ. | λοξοκοίταξε | θα λοξοκοιτάξει | να λοξοκοιτάξει | |||
α' πληθ. | λοξοκοιτάξαμε | θα λοξοκοιτάξουμε | να λοξοκοιτάξουμε | |||
β' πληθ. | λοξοκοιτάξατε | θα λοξοκοιτάξετε | να λοξοκοιτάξετε | λοξοκοιτάξτε | ||
γ' πληθ. | λοξοκοίταξαν λοξοκοιτάξαν(ε) |
θα λοξοκοιτάξουν(ε) | να λοξοκοιτάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λοξοκοιτάξει | είχα λοξοκοιτάξει | θα έχω λοξοκοιτάξει | να έχω λοξοκοιτάξει | ||
β' ενικ. | έχεις λοξοκοιτάξει | είχες λοξοκοιτάξει | θα έχεις λοξοκοιτάξει | να έχεις λοξοκοιτάξει | ||
γ' ενικ. | έχει λοξοκοιτάξει | είχε λοξοκοιτάξει | θα έχει λοξοκοιτάξει | να έχει λοξοκοιτάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε λοξοκοιτάξει | είχαμε λοξοκοιτάξει | θα έχουμε λοξοκοιτάξει | να έχουμε λοξοκοιτάξει | ||
β' πληθ. | έχετε λοξοκοιτάξει | είχατε λοξοκοιτάξει | θα έχετε λοξοκοιτάξει | να έχετε λοξοκοιτάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν λοξοκοιτάξει | είχαν λοξοκοιτάξει | θα έχουν λοξοκοιτάξει | να έχουν λοξοκοιτάξει |
|