Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοκ άουτ < αγγλική lock out

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοκ άουτ ουδέτερο άκλιτο

  • το προσωρινό κλείσιμο μιας επιχείρησης από τον εργοδότη ως αντίδραση σε απεργία των εργαζομένων
     συνώνυμα: ανταπεργία
    Η αποτυχία στις διαβουλεύσεις μεταξύ των ενώσεων των δασκάλων και των δημοτικών αρχών για το ωράριο εργασίας στα σχολεία οδήγησε σε πρωτοφανές λοκ-άουτ, με τον αποκλεισμό χιλιάδων δασκάλων από τις τάξεις. (Εφημερίδα Το Βήμα, 3/4/2013)

  Μεταφράσεις επεξεργασία