Δείτε επίσης: lockout
ενεστώτας lock out
γ΄ ενικό ενεστώτα locks out
αόριστος locked out
παθητική μετοχή locked out
ενεργητική μετοχή locking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lock out < → δείτε τις λέξεις lock και out

lock out (en)

  • κλειδώνω έξω, κλείνω έξω, κλείνω κάποιον με κλειδί έξω από ένα μέρος όπου είναι αδύνατο να βγει
    ⮡  I am locked out.
    Κλειδώθηκα έξω./Κλείστηκα έξω.