Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογοκλέπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογοκλέπτω
<
λόγος
+
κλέπτω
Ρήμα
επεξεργασία
λογοκλέπτω
χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κείμενο άλλου ως δικό μου
Συγγενικά
επεξεργασία
λογοκλοπή
λογοκλόπος
λογοκλέβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοκλέπτω
αγγλικά
:
plagiarize
(en)