Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογοκλέπτω < λόγος + κλέπτω

  Ρήμα επεξεργασία

λογοκλέπτω

  • χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κείμενο άλλου ως δικό μου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία