Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογιστική κατάσταση < λογιστική + κατάσταση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λογιστική κατάσταση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία