λογιστική κατάσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
λογιστική κατάσταση θηλυκό
- μια κατάσταση που έχει συντάξει λογιστής και περιλαμβάνει ισολογισμό, απολογισμό κ.ά. παρόμοια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογιστική κατάσταση
|