λογιασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
λογιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λογιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λογιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λογιασμένος
λογιασμένων