λιντσαρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαλιντσαρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λιντσαρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λιντσαρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λιντσαρισμένος