λιμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λιμάζω < μεσαιωνική ελληνική λιμάζω < αρχαία ελληνική λιμός
Ρήμα
επεξεργασία
λιμάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αλίμαχτα
- αλίμαχτος
- λίμασμα
- λιμασμένος
- → δείτε τη λέξη λιμός