• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λιμάζω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
λιμάζω < μεσαιωνική ελληνική λιμάζω < αρχαία ελληνική λιμός

Ρήμα

επεξεργασία

λιμάζω

  • (λαϊκότροπο) πεινάω πολύ ή είμαι πολύ λαίμαργος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αλίμαχτα
  • αλίμαχτος
  • λίμασμα
  • λιμασμένος
  • → δείτε τη λέξη λιμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λιμάζω
  • γαλλικά : être (fr)affamé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λιμάζω&oldid=5551963"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Μαρτίου 2022, στις 07:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Μαρτίου 2022, στις 07:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας