Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιανεύω < λιανός + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

λιανεύω

  1. γίνομαι λιανός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία