λεξιλόγιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεξιλόγιον (μαρτυρείται από το 1853) [1] < λεξι- (< αρχαία ελληνική λέξις < λέγω) + -λόγιον (< αρχαία ελληνική λέγω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεξιλόγιον ουδέτερο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 598, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου