λαπαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.paˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐πα‐διά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλαπαδιάζω, αόρ.: λαπάδιασα, μτχ.π.π.: λαπαδιασμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαπαδιάζω | λαπάδιαζα | θα λαπαδιάζω | να λαπαδιάζω | λαπαδιάζοντας | |
β' ενικ. | λαπαδιάζεις | λαπάδιαζες | θα λαπαδιάζεις | να λαπαδιάζεις | λαπάδιαζε | |
γ' ενικ. | λαπαδιάζει | λαπάδιαζε | θα λαπαδιάζει | να λαπαδιάζει | ||
α' πληθ. | λαπαδιάζουμε | λαπαδιάζαμε | θα λαπαδιάζουμε | να λαπαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | λαπαδιάζετε | λαπαδιάζατε | θα λαπαδιάζετε | να λαπαδιάζετε | λαπαδιάζετε | |
γ' πληθ. | λαπαδιάζουν(ε) | λαπάδιαζαν λαπαδιάζαν(ε) |
θα λαπαδιάζουν(ε) | να λαπαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαπάδιασα | θα λαπαδιάσω | να λαπαδιάσω | λαπαδιάσει | ||
β' ενικ. | λαπάδιασες | θα λαπαδιάσεις | να λαπαδιάσεις | λαπάδιασε | ||
γ' ενικ. | λαπάδιασε | θα λαπαδιάσει | να λαπαδιάσει | |||
α' πληθ. | λαπαδιάσαμε | θα λαπαδιάσουμε | να λαπαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | λαπαδιάσατε | θα λαπαδιάσετε | να λαπαδιάσετε | λαπαδιάστε | ||
γ' πληθ. | λαπάδιασαν λαπαδιάσαν(ε) |
θα λαπαδιάσουν(ε) | να λαπαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαπαδιάσει | είχα λαπαδιάσει | θα έχω λαπαδιάσει | να έχω λαπαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαπαδιάσει | είχες λαπαδιάσει | θα έχεις λαπαδιάσει | να έχεις λαπαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαπαδιάσει | είχε λαπαδιάσει | θα έχει λαπαδιάσει | να έχει λαπαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαπαδιάσει | είχαμε λαπαδιάσει | θα έχουμε λαπαδιάσει | να έχουμε λαπαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαπαδιάσει | είχατε λαπαδιάσει | θα έχετε λαπαδιάσει | να έχετε λαπαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαπαδιάσει | είχαν λαπαδιάσει | θα έχουν λαπαδιάσει | να έχουν λαπαδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαπαδιάζω
→ δείτε τη λέξη χυλώνω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαπαδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας