λαμπρῶς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
λαμπρῶς, συγκριτικός :λαμπρότερον, υπερθετικός : λαμπρότατα
- φανερά, ξεκάθαρα, με καταφανή τρόπο
- ορμητικά
- μεγαλοπρεπώς
Πηγές επεξεργασία
- λαμπρῶς, λαμπρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.