Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπρῶς < λαμπρ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

λαμπρῶς, συγκριτικός:λαμπρότερον, υπερθετικός: λαμπρότατα

  1. φανερά, ξεκάθαρα, με καταφανή τρόπο
  2. ορμητικά
  3. μεγαλοπρεπώς

  Πηγές επεξεργασία