λαΐνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαΐνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαΐνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη γραφή του λαήνα, η λαγήνα, το λαγήνι η στάμνα, πήλινο δοχείο μεταφοράς νερού στο σπίτι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- λαΐνι (μικρότερο σε μέγεθος)
- μεθύρα (μεγαλύτερη σε μέγεθος)
- μεθύρι (μικρότερο της μεθύρας αλλά μεγαλύτερο της λαΐνας)
- σιφούνι (επιτραπέζιο μικρό κανάτι}
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαγήνα, λαήνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας