Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαΐνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαΐνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • λαΐνι (μικρότερο σε μέγεθος)
  • μεθύρα (μεγαλύτερη σε μέγεθος)
  • μεθύρι (μικρότερο της μεθύρας αλλά μεγαλύτερο της λαΐνας)
  • σιφούνι (επιτραπέζιο μικρό κανάτι}

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία