λίφτινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λίφτινγκ (νεολογισμός) < (λόγιο δάνειο) αγγλική lifting ή face-lifting < lift
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.ftiŋg/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐φτινγκ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λίφτινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (ιατρική) πλαστική επέμβαση στην οποία το δέρμα τεντώνεται ώστε να εξαφανιστούν οι ρυτίδες
- (μεταφορικά, σκωπτικό) η επιφανειακή αλλά όχι πραγματική αλλαγή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- λίφτιγκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λίφτινγκ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λίφτινγκ - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr