Ετυμολογία

επεξεργασία
λίφτινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική lifting ή face-lifting < lift

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈli.ftiŋg/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λί‐φτινγκ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίφτινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ιατρική) πλαστική επέμβαση στην οποία το δέρμα τεντώνεται ώστε να εξαφανιστούν οι ρυτίδες
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) η επιφανειακή αλλά όχι πραγματική αλλαγή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία