Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίφτινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ιατρική) πλαστική επέμβαση στην οποία το δέρμα τεντώνεται ώστε να εξαφανιστούν οι ρυτίδες
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) η επιφανειακή αλλά όχι πραγματική αλλαγή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία