→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέχριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

λέχριος, -ος/-α, -ον

  1. πλάγιος, εγκάρσιος, λοξός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 195 (195-196)
    ΟΙ. ἦ ἑσθῶ; ΧΟ. λέχριός γ᾽ ἐπ᾽ ἄκρου | λάου βραχὺς ὀκλάσας.
    ΟΙ. Μπορώ και να καθίσω; ΧΟ. Λοξά στην άκρη αυτής | της πέτρας, λυγίζοντας λίγο τα γόνατα.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) ανάποδος, στραβός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1345 (1344-1345)
    πάντα γὰρ | λέχρια τἀν χεροῖν,

Παράγωγα

επεξεργασία