λέβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λέβα < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική лева (leva)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈle.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέ‐βα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λέβα ουδέτερο άκλιτο
- (νόμισμα) άλλη μορφή του λεβ
Μεταφράσεις επεξεργασία
λέβα
→ δείτε τη λέξη λεβ |