Ετυμολογία

επεξεργασία
κωχεύω < κώχη + -εύω

κωχεύω ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κώχη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία