κυριευμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακυριευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κυριευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κυριευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυριευμένος
κυριευμένων