κυανόχρωμων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κυανόχρωμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κυανόχρωμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κυανόχρωμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυανόχρωμος
κυανόχρωμων