κρυσταλλιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακρυσταλλιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κρυσταλλιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κρυσταλλιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κρυσταλλιασμένος