κρεολή γλώσσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακρεολή γλώσσα
- (γλωσσολογία) μιγάδα γλώσσα, μητρική μίας κοινότητας, που είναι εξέλιξη μιας πίτζιν γλώσσας που ήταν μια αρχική ανάμειξη δύο γλωσσών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γλώσσα πίτζιν, παρεφθαρμένη γλώσσα
- παραδείγματα κρεολών γλωσσών: αϊτινά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεολή γλώσσα
Πηγές
επεξεργασία- κρεολή γλώσσα - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)