Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κοντοβράκες αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοντοβράκης

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κοντοβράκες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοντοβράκα