Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντέσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική contessa < μεσαιωνική λατινική comitissa < λατινική comes + -issa. Μορφολογικά αναλύεται σε κόντ(ες) + -έσσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντέσσα θηλυκό