Δείτε επίσης: Κολάτα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική culatta

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολάτα θηλυκό

  1. μυχός κόλπου
    ※  16ος αιώνας Portulan II, Anatolie, στο Delatte Armand, (επιμ.), Les portulans grecs, Λιέγη 1947, σελ. 251 @books.google.gr
    ὁ Μαρμαρᾶς ἔναι καλὸ πόρτο καὶ στέκει ἡ μποῦκα του εἰς τὸν σιρόκο· καὶ ἔχει ἕνα νησὶ εἰς τὴν μποῦκα του καὶ τὰ καράβια ὑπᾶν ὅπου θέλουν· καὶ ὑπάγει μέσα ὁ κόρφος μίλλια δέκα πὲρ τρεμουντάνα καὶ μέσα εἰς τὴν κολάτα ἔχει νησία τρία. ἀπὸ τὴν κολάτα τοῦ κόρφου νὰ ἔλθης εἰς τὴν μποῦκα.
  2. (ως τοπωνύμιο) → δείτε τη λέξη Κολάτα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • κολάτα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)

Δείτε επίσης

επεξεργασία