Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνική απομάκρυνση < → δείτε τις λέξεις κοινωνικός και απομάκρυνση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική social distancing • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κοινωνική απομάκρυνση θηλυκό

  • (κοινωνιολογία, επιδημιολογία) μέθοδος αποφυγής μόλυνσης με μείωση της επαφής μεταξύ ατόμων που είναι φορείς λοίμωξης και άλλων που δεν έχουν μολυνθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία