κλεισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακλεισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κλεισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κλεισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλεισμένος
κλεισμένων