Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιχιλαντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kışlad(ım) (αόριστος του ρήματος τουρκική kışlamak (διαχειμάζω))

  Ρήμα επεξεργασία

κιχιλαντίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014