κινόα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινόα < (άμεσο δάνειο) ισπανική quinua < κέτσουα kinwa
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινόα θηλυκό ή σπανιότερα ουδέτερο άκλιτο
- (τρόφιμο) κόκκινοι ή λευκοί φαγώσιμοι σπόροι απ' την λατινική Αμερική (κοινότατοι) ή από την Ταϊβάν (σπανιότατοι) που συνήθως τους βράζουμε 12-15 λεπτά αλλά ακολουθούμε συνταγή (π.χ. αντί ρυζιού σε γεμιστά κ.α.)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κινόα στη Βικιπαίδεια