Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κινδυνωδώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κινδυνωδώς
<
ελληνιστική κοινή
κινδυνωδῶς
<
κινδυνώδης
<
αρχαία ελληνική
κίνδυνος
Επίρρημα
επεξεργασία
κινδυνωδώς
(
λόγιο
)
επικίνδυνα
,
επικινδύνως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κινδυνωδώς
→
δείτε
τη λέξη
επικίνδυνα