Ετυμολογία

επεξεργασία
κιμαδιάζω < (κιμάς) κιμαδ- + -ιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.maˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐μα‐διά‐ζω

κιμαδιάζω, πρτ.: κιμάδιαζα, αόρ.: κιμάδιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κιμάς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)