κιμαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.maˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐μα‐διά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακιμαδιάζω, πρτ.: κιμάδιαζα, αόρ.: κιμάδιασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κιμάς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κιμαδιάζω | κιμάδιαζα | θα κιμαδιάζω | να κιμαδιάζω | κιμαδιάζοντας | |
β' ενικ. | κιμαδιάζεις | κιμάδιαζες | θα κιμαδιάζεις | να κιμαδιάζεις | κιμάδιαζε | |
γ' ενικ. | κιμαδιάζει | κιμάδιαζε | θα κιμαδιάζει | να κιμαδιάζει | ||
α' πληθ. | κιμαδιάζουμε | κιμαδιάζαμε | θα κιμαδιάζουμε | να κιμαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | κιμαδιάζετε | κιμαδιάζατε | θα κιμαδιάζετε | να κιμαδιάζετε | κιμαδιάζετε | |
γ' πληθ. | κιμαδιάζουν(ε) | κιμάδιαζαν κιμαδιάζαν(ε) |
θα κιμαδιάζουν(ε) | να κιμαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κιμάδιασα | θα κιμαδιάσω | να κιμαδιάσω | κιμαδιάσει | ||
β' ενικ. | κιμάδιασες | θα κιμαδιάσεις | να κιμαδιάσεις | κιμάδιασε | ||
γ' ενικ. | κιμάδιασε | θα κιμαδιάσει | να κιμαδιάσει | |||
α' πληθ. | κιμαδιάσαμε | θα κιμαδιάσουμε | να κιμαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | κιμαδιάσατε | θα κιμαδιάσετε | να κιμαδιάσετε | κιμαδιάστε | ||
γ' πληθ. | κιμάδιασαν κιμαδιάσαν(ε) |
θα κιμαδιάσουν(ε) | να κιμαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κιμαδιάσει | είχα κιμαδιάσει | θα έχω κιμαδιάσει | να έχω κιμαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κιμαδιάσει | είχες κιμαδιάσει | θα έχεις κιμαδιάσει | να έχεις κιμαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κιμαδιάσει | είχε κιμαδιάσει | θα έχει κιμαδιάσει | να έχει κιμαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κιμαδιάσει | είχαμε κιμαδιάσει | θα έχουμε κιμαδιάσει | να έχουμε κιμαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κιμαδιάσει | είχατε κιμαδιάσει | θα έχετε κιμαδιάσει | να έχετε κιμαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κιμαδιάσει | είχαν κιμαδιάσει | θα έχουν κιμαδιάσει | να έχουν κιμαδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιμαδιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)