κεράσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceˈɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρά‐σει
- ομόηχο: κεράσι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακεράσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κερνώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερνώ
- θα κεράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερνώ