καϊμακλίδικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαϊμακλίδικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καϊμακλίδικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καϊμακλίδικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καϊμακλίδικος