Ετυμολογία

επεξεργασία
κατοχύρωσις < κατοχυρώ(νω) (< ελληνιστική κοινή κατοχυρόω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατοχύρωση [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατοχύρωσις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «κατοχυρώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.