Ετυμολογία

επεξεργασία
κατορθωμάκιν < κατόρθωμ(αν) + υποκοριστικό επίθημα -άκιν. Ανώμαλος σχηματισμός από μετρική ανάγκη, αντί για κατορθωματ- + -άκιν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατορθωμάκιν ουδέτερο