κατορθωμάκιν
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατορθωμάκιν < κατόρθωμ(αν) + υποκοριστικό επίθημα -άκιν. Ανώμαλος σχηματισμός από μετρική ανάγκη, αντί για κατορθωματ- + -άκιν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατορθωμάκιν ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό κατόρθωμα
- ※ μικρό κατορθωμάκιν (16ος αιώνας ⌘ Παρασπόνδυλος Ζωτικός, έμμετρη Διήγησις...ᾧ γέγονε γὰρ ἐν τόπῳ Bάρνας, post 1444)
Πηγές
επεξεργασία- κατορθωμάκιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].