καταφέρουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταφέρουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρνω
- θα καταφέρουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρνω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακαταφέρουν
- γ' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος καταφέρω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος καταφέρω
- θα καταφέρουν: γ' πληθυντικό οριστικής εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρω