καταυγασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακαταυγασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καταυγασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καταυγασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταυγασμένος