Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκέπαση < κατασκεπάζω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασκέπαση θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία