Ετυμολογία

επεξεργασία
καστ < (λόγιο δάνειο) αγγλική cast < […] < πρωτογερμανική < άγνωστης ετυμολογίας [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkast/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καστ ουδέτερο άκλιτο

  • (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση) η ομάδα των ηθοποιών που παίζουν μαζί σε κάποιο έργο
    ※  Τάσος Νούσιας: Εκτός καστ της νέας σειράς της ΕΡΤ «Στα σύρματα» (gossip-tv.gr, 09/04/2023 [1])
    ※  Ανάρτηση του επίσημου λογαριασμού της σειράς στο Instagram, δείχνει το καστ να έχει συγκεντρωθεί σε ένα τραπέζι, προκειμένου να γίνει η πρώτη ανάγνωση του σεναρίου. (Όλο το καστ μαζί στην πρώτη ανάγνωση του σεναρίου, Πρώτο Θέμα, 01/04/2023 [2])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καστΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)