Ετυμολογία

επεξεργασία
κασσιτεροκόλλησις < κασσίτερος + -ο- + αρχαία ελληνική κόλλησις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασσιτεροκόλλησις θηλυκό