καρτ ποστάλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρτ ποστάλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική carte postale[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρτ ποστάλ θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο
- κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια παράσταση στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα και η διεύθυνση του παραλήπτη· αποστέλλεται ταχυδρομικά χωρίς να απαιτείται φάκελος
- ※ Χαζεύω τις καρτποστάλ σ' ένα περίπτερο. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- καρτ-ποστάλ
- καρτποστάλ
Ταυτόσημο επεξεργασία
- ταχυδρομική κάρτα
- ταχυδρομικό δελτάριο (παρωχημένο, λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρτ ποστάλ
- ↑ καρτ ποστάλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας