καρκατσάνος
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρκατσάνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρκατσάνος αρσενικό
- (πτηνό) είδος πτηνού, η φραγκόκοτα
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ. 227, (226-227), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σ. 179—198
- εὐθὺς λοιπὸν ἡ ὄρνιθα ἐντράπη καὶ σηκώθη,
ἐστάθην καταπρόσωπα, τὸν καρκατσάνον λέγει
- εὐθὺς λοιπὸν ἡ ὄρνιθα ἐντράπη καὶ σηκώθη,
- ≈ συνώνυμα: καρκαρῖνος
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ. 227, (226-227), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σ. 179—198
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- καρκατσάνον (αιτιατική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία- σελ.366, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.