Ετυμολογία

επεξεργασία
καρβονικό οξύ < γαλλική carbonique

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

καρβονικό οξύ ουδέτερο

  • (χημεία) οποιοδήποτε οργανικό οξύ που οφείλει τις όξινες ιδιότητές του στο ότι στο μόριό του περιέχονται μία ή περισσότερες ομάδες καρβοξυλίου (-COOH). Αν στο μόριο υπάρχει μιά μόνο ομάδα, το οξύ ονομάζεται μονοκαρβονικό, αν υπάρχουν περισσότερες της μιας τέτοιες ομάδες, το οξύ ονομάζεται δικαρβονικό, τρικαρβονικό κ.λπ. ή, γενικότερα, πολυκαρβονικό


  Μεταφράσεις

επεξεργασία