Δείτε επίσης: Καρακατσάνοι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

καρακατσάνοι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρακατσάνοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

καρακατσάνοι: κλιτός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καρακατσάνοι

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.