Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.pniˈzme.ni/
Ομώνυμα / Ομόηχα: καπνισμένοι

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

καπνισμένη